ασσύριος

ασσύριος
-ία, -ιο (Μ ἀσσύριος, -ία, -ιον)
1. αυτός που ανήκει στην Ασσυρία ή στους Ασσυρίους
2. (ως κύριο όνομα) ο κάτοικος της Ασσυρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀσσύριος — the Assyrians masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασσύριος — ο θηλ. α ο κάτοικος της Ασσυρίας ή εκείνος που κατάγεται απ’ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀσσυρίω — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut nom/voc/acc dual Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσσύριον — Ἀσσύριος the Assyrians masc acc sg Ἀσσύριος the Assyrians neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδανάπαλος — Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668 626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του… …   Dictionary of Greek

  • Ἀσσυρίη — Ἀσσύριος the Assyrians fem nom/voc sg (epic ionic) Ἀσσυρία the Assyrians fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσσυρίην — Ἀσσύριος the Assyrians fem acc sg (epic ionic) Ἀσσυρία the Assyrians fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσσυρίοιο — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσσυρίου — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσσυρίῳ — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”